Κειμενοφυλάκιο

Στέργια Κάββαλου

(σελ. 6 - 7)

Μια μικρή κάμπια χόρευε ανέμελη την μπόσα νόβα της στα καταπράσινα φύλλα ενός ψηλού δέντρου μαζί με τις φιλενάδες της. Έκανε πρόβες για το απογευματινό πάρτι. Τα δίδυμα σκιουράκια είχαν τα πρώτα τους γενέθλια.

Εκεί που προσπαθούσε να κάνει μια θεαματική φιγούρα, έπεσε κάτω ζαλισμένη. «Λίγο νερό, λίγο νερό», φώναξε αναστατωμένη η υπεύθυνη νυφίτσα του χορευτικού. Όμως η κάμπια δεν ήθελε νερό. Ήθελε η καρδιά της να πάψει να χτυπά τόσο γρήγορα και τόσο δυνατά. Νόμιζε πως όλο το δάσος μπορούσε να την ακούσει. Στη σκέψη αυτή, κοκκίνισε αμέσως από την ντροπή της.

Σύρθηκε με δυσκολία μέχρι την άκρη του φύλλου, κοίταξε όλο αγωνία στις ρίζες του απέναντι πεύκου όπου και είδε μια παρέα από ποντικάκια. Φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και κρατούσαν μουσικά όργανα. Αμέσως βρήκε το ποντικάκι που με τη φωνή του την έκανε να χάσει τα χορευτικά της βήματα. Το τραγούδι του ήταν ό,τι πιο συγκινητικό είχε ακούσει ποτέ...

Μιλούσε για τον απέραντο και όμορφο κόσμο που είχαν χαρεί τα μάτια του αλλά και για την χαρά της αγάπης που όσο μακριά κι αν πήγε, δεν γνώρισε ποτέ. Κι ήταν σαν να διάβαζε το μυαλό της, από την ανάποδη όμως. Γιατί η κάμπια ήταν μικρή και τον κόσμο δεν τον είχε δει ακόμα αλλά από αγάπη, κάτι ήξερε. Είχε τόση μέσα της που αμέσως θέλησε σε κείνο να τη δώσει να μη του λείπει πια. Και το ποντικάκι ίσως της μάθαινε κάτι για το μαγικό κόσμο στον οποίο εκείνη τόσο λαχταρούσε να πετάξει…