Κειμενοφυλάκιο

Σίσσυ Παπαγεωργίου

(σελ. 32 -34)

Η επόμενη μέρα έκρυβε πολλές εκπλήξεις για όλους. Η ησυχία του πρωινού ξυπνήματος διαταράχτηκε από τις αναστατωμένες φωνές κάποιων ψαράδων από την παραλία.

«Ξυπνήστε, ελάτε! Ήρθαν κι άλλοι ξένοι στο νησί. Στην παραλία έχει μαζευτεί πολύς κόσμος. Πρέπει να πάμε όλοι, να δούμε τι θα κάνουμε».

Ο μπαμπάς, ο Τζόσεφ και ο Ναμάντου σηκώθηκαν κι αυτοί αμέσως από τα κρεβάτια τους και έτρεξαν να δουν. Η παραλία ήταν γεμάτη από τους κατοίκους της Αμοργού που κοιτούσαν τους νέους πρόσφυγες. Φιγούρες ακίνητες, ταλαιπωρημένες, κουρασμένες. Κανείς δεν χαμογελούσε.

Τον λόγο πήρε πάλι ο ίδιος ηλικιωμένος κύριος με το ψάθινο καπέλο και το μουστάκι

«Γιατί ήλθατε κι εσείς εδώ; Τι θέλετε; Είσαστε ξένοι, δεν το καταλαβαίνετε; Δεν σας θέλουμε στα πόδια μας. Να βρείτε ένα άλλο μέρος να μείνετε»

Τότε μια νεαρή γυναίκα πήρε το λόγο:

«Ερχόμαστε από την μακρινή «Μποτσουάνα», που ήταν ακριβώς δίπλα σας. Μαζέψαμε σε ένα δοχείο την χρησιμοποιημένη και αραιωμένη από την βροχή μπογιά του πίνακα, που άλλοτε σχημάτιζε σπίτια, δρόμους και χωράφια, και έτσι ζωγραφίσαμε μια πρόχειρη σκάλα στον τοίχο. Έτσι, περάσαμε απέναντι, σε σας. Πολλοί από εμάς δεν τα κατάφεραν». Η γυναίκα σταμάτησε, χαμηλώνοντας για μια στιγμή τα μάτια και μετά συνέχισε. «Κάναμε πολύ κόπο για να φτάσουμε μέχρι εδώ. Δεν μπορείτε να μας διώξετε. Είμαστε διατεθειμένοι να δουλέψουμε σκληρά για να μπορέσουμε να ζήσουμε» Και λέγοντας τα λόγια αυτά, πήρε το μάτι της εκεί κάπου μακριά, ένα παιδί που μόλις είχε φθάσει και στριμωχνόταν ανάμεσα στο πλήθος, για να έλθει πιο κοντά.

Ήταν ο Τζόσεφ! Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν αμέσως!