Κειμενοφυλάκιο

Νίκος Ράμος

(σελ. 7)

Ήταν νύχτα παραμονής Χριστουγέννων. Ένα λαμπρό αστέρι στάθηκε πάνω από το ορφανοτροφείο της πόλης και έριξε το φώς του στο παράθυρο ενός μικρού δωματίου στον έβδομο όροφο. Ο μικρός Βαλτάζαρ άνοιξε τα μάτια του θαμπωμένος από το μαγικό φώς. Κοίταξε προς το παράθυρο και είδε το νυχτερινό χριστουγεννιάτικο χιόνι. Μετά είδε το κεφάλι μιας καμήλας!

«Μα πώς είναι δυνατόν να βλέπει μια καμήλα από το παράθυρο του έβδομου ορόφου;» αναρωτήθηκε.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και προχώρησε αργά προς το παράθυρο. Κοίταξε έξω από το τζάμι και είδε πως η καμήλα είχε τεράστια ψηλά πόδια, σαν τα πόδια που έχουν οι ξυλοπόδαροι. Φαινόταν γιγάντια και πανύψηλη!

Η καμήλα πλησίασε το κεφάλι της και πιέζοντας τα ρουθούνια της πάνω στο τζάμι, το άνοιξε και του είπε:

«Χρόνια Πολλά, Βαλτάζαρ! Καλά Χριστούγεννα! Με έστειλε ο Αη Βασίλης για να σε πάρω να φύγουμε. Θα κάνουμε μαζί ένα μαγικό ταξίδι μέσα στην χριστουγεννιάτικη νύχτα. Έλα, ανέβα πάνω μου και ξεκινάμε!».

«Μα πώς θα έλθω έτσι με τις πιτζάμες;», είπε ο μικρός Βαλτάζαρ.

«Μα δεν φοράς πιτζάμες!», του είπε η καμήλα και τότε ο Βαλτάζαρ κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε τη στολή ενός μάγου της Ανατολής!

«Πού θα πάμε;» τη ρώτησε.

«Όπου μας οδηγήσει το αστέρι», είπε η καμήλα, δείχνοντας με το κεφάλι της στον ουρανό, ένα μικρό λαμπερό άστρο.

«Και ποιο είναι αυτό το άστρο; Πώς το λένε;» ρώτησε ο Βαλτάζαρ.

«Δεν ξέρω το όνομά του», είπε η καμήλα. «Ξέρω όμως πως είναι μαγικό και πως είναι δικό σου. Είναι το δικό σου αστέρι».