(από «Το ημερολόγιο ενός Γορίλα» του Νίκου Ράμου)
Γεια σας, είμαι ο Μάριος Γορίλας, μαθητής της Ε τάξης και θα σας διηγηθώ τι πάθαμε προχθές στην τηλεκπαίδευση. Η ώρα ήταν 3 και βρισκόμασταν όλα τα παιδιά στο ρουμ του δασκάλου μας του κυρίου Μπαμπούλα και κάναμε Μαθηματικά. Ξαφνικά τη στιγμή που η Μαρία έγραφε στο γουάιτ μπορντ μια διαίρεση που μας είχε πει να κάνουμε ο δάσκαλος, εμφανίστηκε στην επιφάνεια του πίνακα ένα καρτούν, ένας μαύρος παπαγάλος και έφαγε την διαίρεση. Ωχ, κάποια χαζή εφαρμογή, σκέφτηκα εγώ...
επειδή η Μαρία είχε κάνει λάθος στο πηλίκο. «Παιδιά, τι έγινε, πως βρέθηκε αυτός ο παπαγάλος στο γουάιτ μπορντ, ποιος τον ανέβασε;» ρώτησε αυστηρά ο κύριος Μπαμπούλας, «Μήπως εσύ Αλκιβιάδη;», ρώτησε ο δάσκαλος, γιατί ήξερε, όλοι ξέραμε δηλαδή, πως ο Αλκιβιάδης ήταν φοβερός κομπιουτεράς, αλλά και τρομερό πειραχτήρι. «Όχι, κύριε, δεν έκανα τίποτα εγώ»,είπε ο Αλκιβιάδης. «Ούτε εγώ, κύριε», είπε η Πέγκι, «Ούτε εγώ, κύριε», είπε ο Λευτέρης, «Ούτε εγώ!» φώναξε και ο Βαγγέλης και άρχισαν όλοι να λένε, ούτε εγώ κύριε, ούτε εγώ κύριε, ούτε εγώ κύριε και έγινε ένας σχετικός χαμός και ο κύριος έλεγε, «Σταματήστε, ΟΚ, ΟΚ, φθάνει!», ενώ ο παπαγάλος άρχισε να μεγαλώνει, σαν κάποιος να τον φούσκωνε, μέχρι που κάλυψε όλο τον ασπροπίνακα και τον έκανε μαυροπίνακα «Κάποιος πρέπει να μας έχει χακάρει, κύριε» είπε ο Αλκιβιάδης και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ακούστηκε ένα δυνατό μπουμ, σαν τον ήχο που κάνει ένα μπαλόνι όταν σπάει, το μαύρο εξαφανίστηκε και στη θέση του εμφανίστηκε ξανά η κεντρική οθόνη του γουέμπεξ με τα δικά μας παράθυρα γεμάτα ζώα!!! Ω μάι Γκοντ, τα ζώα ήμασταν εμείς!!!! Είχαμε γίνει ζώα!! Στη θέση του κυρίου καθόταν ένας πιγκουίνος , στη θέση του Αλκιβιάδη, ένα γομάρι και η Δανάη είχε γίνει αγελάδα, αλλά δεν πρόλαβα να δω τίποτα άλλο, γιατί η οθόνη έσβησε κι εγώ έπρεπε φρικαρισμένος να δω, να καταλάβω τι είχα γίνει....Ένιωθα χοντρός, πολύ χοντρός και ήμουνα ροζ ..Μήπως είχα γίνει ροζ πάνθηρας ή ίσως ένα χοντρό ροζ φλαμίνγκο;...Θεέ μου, τι είχα γίνει άραγε; Εκείνη τη στιγμή μπήκε η μαμά και φώναξε «Χριστέ μου!Βοήθεια! Ένα γουρούνι!!!» και έτσι μου λύθηκε η απορία. Στο τσακ ακούστηκε η φωνή της μικρής μου αδελφής από το διπλανό δωμάτιο, «Μαμά, η Ηρώ έγινε καγκουρό!» Η μαμά τρελάθηκε! Που να πρωτοπάει, ποιον να πρωτοδεί! Έτρεξε στην κουζίνα φρικαρισμένη να δει την άλλη μου αδελφή, την Μελίνα που έκανε τηλεκπαίδευση εκεί - είμαστε τέσσερα αδέλφια βλέπετε, ζωή νά`χουμε. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, ακολούθησα από πίσω τη μαμά μου στην κουζίνα. Αχ, είχε πλάκα τελικά να περπατάς με τέσσερα πόδια! Με ακολούθησε και η Ηρώ χοροπηδώντας. Είχα μεγάλη περιέργεια να δω σε τι είχε μεταμορφωθεί η μικρότερή μου αδελφή . «Μελίνα, Μελίνα, που είσαι;» Η Μελίνα είχε εξαφανιστεί. «Εδώ είμαι, μαμά, πάνω στο ταβάνι. Νομίζω πως έγινα μύγα!!» Η μαμά ζαλίστηκε «Θεέ μου, θα τρελαθώ, δεν είναι δυνατόν να είναι αληθινό αυτό που βλέπω» είπε. «Είναι αληθινό και είναι φανταστικό!» είπε η πιο μικρή μου αδελφή, η τρίχρονη Αγγελική, που φαινόταν ξεκάθαρα πως το διασκέδαζε πολύ όλο αυτό. Η μαμά πήρε γρήγορα τηλέφωνο στο μπαμπά
«Γιώργο, έλα γρήγορα σπίτι!! Τα παιδιά.... τα παιδιά....», είπε άλλη μια φορά «τα παιδιά...τα παιδιά...» η μαμά και μετά σωριάστηκε λιπόθυμη στο πάτωμα
Η Αγγελική πήρε το ακουστικό και είπε, «Μπαμπά. Η μαμά είναι λιπόθυμη στο πάτωμα, η Μελίνα είναι μύγα πάνω στο ταβάνι, η Ηρώ έγινε καγκουρό και ο Μάριος έγινε γουρούνι» και το έκλεισε. Μετά πήρε ένα ποτήρι νερό το έριξε πάνω στη μαμά και η μαμά συνήλθε.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ενας δυνατός, ανατριχιαστικός ήχος και μας ήλθε μήνυμα από την Πολιτική Προστασία.
«Προσοχή, προσοχή! Κάποια σχολεία στο κέντρο της Αθήνας δέχτηκαν κατά την ώρα της τηλεκπαίδευσης κυβερνοεπίθεση με μάγια από άγνωστη πηγή, με αποτέλεσμα πολλοί μαθητές και δάσκαλοι να έχουν μεταμορφωθεί σε ζώα. Συνιστάται ψυχραιμία, κουράγιο, δύναμη, πίστη και ελπίδα. Αναμείνατε για νέες ενημερώσεις»
Ανοίξαμε γρήγορα την τηλεόραση. Τα κανάλια είχαν διακόψει το πρόγραμμά τους και μετέδιδαν το απίστευτο αυτό γεγονός που είχε συγκλονίσει, όπως έλεγαν οι δημοσιογράφοι, το πανελλήνιο. Έλεγαν, πως σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, το χακάρισμα με τα μάγια είχε γίνει σε 3 σχολεία στο κέντρο της Αθήνας και πως πρέπει να είχαν εγκλωβιστεί σε σώματα ζώων περίπου 100 μαθητές και 12 δάσκαλοι. Αρχίσαν τα τηλέφωνα. Η μαμά έπαιρνε να μάθει τι έγιναν τα άλλα παιδιά, οι μαμάδες έπαιρναν να μάθουν τι γίναμε εμείς, μέχρι που φράκαραν οι γραμμές, έπεσε το δίκτυο και μείναμε 45 λεπτά, δηλαδή 2.700 ολόκληρα δευτερόλεπτα, χωρίς τηλέφωνο και ίντερνετ, 2.700 ολόκληρα δευτερόλεπτα που μας φάνηκαν 2.700 αιώνες. Ευτυχώς είχαμε προλάβει και μάθαμε τι είχαν γίνει οι συμμαθητές μου
Ο Βασίλης είχε γίνει τράγος και η Σεβντούλ μελισσοφάγος, ο Βαγγέλης έγινε μοσχάρι και ο Αλκιβιάδης έγινε γομάρι, η Μαρία είχε γίνει χήνα και η Μυρτώ ιπποποταμίνα, ο Αλί είχε γίνει τσαλαπετεινός και ο Αλέξανδρος λαγός, ο Ρινάλντο είχε γίνει πεταλούδα και η Ελένη καλιακούδα, ο Λευτέρης είχε γίνει πασχαλίτσα και η Πολυξένη έγινε νυφίτσα, η Δανάη είχε γίνει αγελάδα και η Πέγκι σουσουράδα, η Ματίνα είχε γίνει αλεπού και ο Περικλής μαϊμού, ο Σωκράτης είχε γίνει κότα και ο Πάνος ανακόντα και ο κολλητός μου ο Κωνσταντίνος είχε γίνει παγκολίνος
Ο Έντι, ο άλλος κολλητός μου, που πήγαινε στο διπλανό τμήμα, είχε γίνει ποντικός. Η μαμά μου εβαλε το τηλέφωνο στο αυτί να μιλήσω μαζί του. Τον άκουσα λίγο τρομαγμένο, γιατί δεν φτάνει που είχε γίνει ποντίκι, τον κυνηγούσε και η γάτα του να τον φάει. Φοβερό! Τουλάχιστον εγώ δεν κινδύνευα από κανέναν.
«Έτσι νομίζεις!» μου είπε η Αγγελική που διάβασε την σκέψη μου και άνοιξε αμέσως το ψυγείο και μου έδειξε στην κατάψυξη τις χοιρινές μπριζόλες, γελώντας «Χι χι χι»
«Σκάσε, βλαμμένο!», είπα εγώ και της έριξα μία με την ουρά μου.
Αυτό το νιάνιαρο με την αγγελική μορφή και το αγγελικό όνομα ήμουν σίγουρος πως ήταν ο ίδιος ο διάβολος μεταμορφωμένος σε κορίτσι.
Σε λίγο ήλθε και ο μπαμπάς από τη δουλειά και μας αγκάλιασε λίγο αμήχανος και φρικαρισμένος και αυτός. Μόνο τη Μελίνα δεν μπόρεσε να αγκαλιάσει, γιατί πως να αγκαλιάσεις μια μύγα. Την έβαλε όμως στα χέρια του και της ψιθύρισε «Μην ανησυχείς, Μελινάκι, όλα θα πάνε καλά» .
«Όλα καλά θα πάνε, εμείς θα πάμε κατά διαόλου» είπε η Αγγελική
«Έλα, σταμάτα σε παρακαλώ, δεν είναι όλες οι ώρες για αστεία», είπε η μαμά
Μετά από λίγο μάθαμε τα πρώτα άσχημα νέα. Πήρε τηλέφωνο μια φίλη της μαμάς και είπε πως χάσαμε τον διευθυντή του σχολείου, τον κύριο Αγαθοκλή. Είχε γίνει σκουλήκι και η γυναίκα του, η κυρία Σουλτάνα, τον πάτησε κατά λάθος τον καημένο. Πω πω! Φοβερό! Νομίζω πως δεν υπάρχει για έναν άντρα πιο φρικτό τέλος, από το να τον ποδοπατήσει και να τον κάνει λιώμα η ίδια του η γυναίκα.
«Να δεις που αυτή βρήκε ευκαιρία και τον πάτησε επίτηδες και το έκανε η πονηρή να φανεί σαν ατύχημα» είπε η Αγγελική. Η μαμά της έριξε ένα άγριο βλέμμα σαν να της έλεγε «Ντροπή σου!» αλλά αμέσως μετά έριξε στον μπαμπά ένα άλλο βλέμμα σαν να του έλεγε «Λες; Δεν το αποκλείω!»
Ο μπαμπάς έκανε συνέχεια ζάπιγκ στα κανάλια για να ενημερώνεται. Δυστυχώς όμως είχαμε και άλλα θύματα. Απ`ότι έλεγαν στην τηλεόραση, μια δασκάλα, που είχε μεταμορφωθεί σε κατσαρίδα, έπαθε ανακοπή καρδιάς από τον τρόμο και τη σιχαμάρα . «Αχ, ελπίζω και ο δασκαλός μας που έγινε πιγκουίνος να μην αντέξει το δικό μας κλίμα και να τα τινάξει», είπα εγώ από μέσα μου. Όχι, ότι δεν τον αγαπώ, είναι ο καλύτερος δάσκαλος, αλλά θα είχε πλάκα να μέναμε χωρίς δάσκαλο και να χάναμε καμιά βδομάδα μάθημα, μέχρι να μας έστελναν στο γουέμπεξ καινούργιο.
Κι εκεί που έκανα όνειρα για μια βδομάδα χωρίς μαθήματα, ακούστηκε και πάλι ένας ανατριχιαστικός ήχος στο κινητό της μαμάς, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν απο την πολιτική προστασία. Ήταν από τον MPOCS
Message from MPOCS (Magic Pirate Of Computer Science) Μήνυμα από τον ΜΠΟΚΣ, τον Μάγο Πειρατή της Πληροφορικής
Όπως έχεις ήδη διαπιστώσει, έχεις μεταμορφωθεί σε ένα ζώο. Ο μαγικός αυτός ιός με τον οποίο έχει χακαριστεί το σύστημά σου, θα σε κρατήσει μεταμορφωμένο για 24 ολόκληρες ώρες.
Μέσα σ`αυτό το 24ωρο της μεταμόρφωσης, έχεις τη δυνατότητα, εάν θέλεις, να διακτινιστείς για κάποιο χρονικό διάστημα στο φυσικό σου περιβάλλον. Έτσι, εφ`όσον π.χ. είσαι πολική αρκούδα, μπορείς να μεταφερθείς στον βόρειο ή στο νότιο πόλο, για δύο, τρείς, τέσσερις ή όσες ώρες θέλεις, αρκεί να υπολογίσεις, πως στις 3 το μεσημέρι της αυριανής μέρας, θα πρέπει να είσαι στο σπίτι, για να μπεις στη τηλεκπαίδευση, ώστε να μπορέσεις να ξαναγίνεις άνθρωπος.
Εάν αποφασίσεις να διακτινιστείς, θα πρέπει να στείλεις μήνυμα στο 6848, με τον κωδικό Μ100(Μετακίνηση ειδικού-μαγικού σκοπού), γράφοντας το όνομά σου, το ζώο, τον προορισμό τον χρόνο παραμονής σου εκεί, σε λεπτά, και τη μαγική φράση «Βλι Βλιβλό Βλιβλοβλιβλαβλούβλα»
π.χ. Μ100 - Αριστείδης– πολική αρκούδα - Ανταρκτική – 180 - Βλι Βλιβλό Βλιβλοβλιβλαβλούβλα
Μετά το πέρας του προεπιλεγμένου χρόνου, επανοπροωθείσαι αυτόματα στο σπίτι σου.
Η απενεργοποίηση του μαγικού ιού για να μπορέσεις να επανέλθεις στο ανθρώπινο σώμα σου μπορεί να γίνει μόνο με τη συνδρομή του ανθρώπινου μυαλού σου. Θα πρέπει να αποδείξεις στο σύστημα ότι δεν είσαι μποτ, αλλά άνθρωπος με νου και γνώση. Γι αυτό το λόγο, θα σου δοθεί ένα τεστ 10 ερωτήσεων Γλώσσας, Μαθηματικών, Φυσικής και Ιστορίας, το οποίο θα πρέπει να το ολοκληρώσεις με επιτυχία σε χρόνο 100 δευτερολέπτων. Εάν δεν τα καταφέρεις, θα παραμείνεις ζώο μέχρι να σου δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία, μετά από 24 όμως μέρες αυτή τη φορά. Εάν αποτύχεις και στη δεύτερη προσπάθεια να γίνεις άνθρωπος, θα σου δοθεί μια τρίτη ευκαιρία μετά από 24 μήνες, και αν και τότε αποδειχθείς στούρνος, θα παραμείνεις για πάντα ζώο.
Μοίρασε το χρόνο σου σωστά!
Απόλαυσε τη νέα σύντομη ζωή σου και διάβασε καλά τα μαθήματά σου
Καλή επιτυχία
BOCS – Ο Μάγος Πειρατής της Πληροφορικής
Ωχ! Δεν μου έφτανε δηλαδή που είχα γίνει γουρούνι, θα έπρεπε να διαβάζω κι από πάνω για τεστ. Ούτε μια μέρα εμείς τα παιδιά να ηρεμήσουμε σαν άνθρωποι, ή έστω, σαν γουρούνια.
«Λοιπόν, ελάτε να οργανωθούμε», είπε ο μπαμπάς, «να δούμε πως θα προσαρμοστούμε όσο το δυνατόν καλύτερα σ`αυτή τη νέα έκτακτη κατάσταση»
«Μελίνα, σταμάτα παιδί μου να στριφογυρίζεις σαν σβούρα γύρω από το φωτιστικό, κι έλα κάτω ν`ακούσεις, θα τυφλωθείς εκεί πάνω!», είπε η μαμά
«Και συ Ηρώ, σταμάτα να χοροπηδας σαν χαζό, μας μούρλανες!», ξαναείπε η μαμά
«Και συ Μάριε, σταμάτα να κουνάς την ουρά σου πέρα δώθε, πέρα δώθε, μας ζάλισες!», ξαναείπε η μαμά
«Άσε τα παιδιά να το διασκεδάσουν λίγο», είπε ο μπαμπάς.«Πότε θα ξαναείναι πάλι ξέγνοιαστα ζωάκια με ουρά;»
«Πως μπορείς να είσαι τόσο αναίσθητος;» είπε η μαμά
Δεν άκουσες; Είναι για 24 μόνο ώρες. Νά`ταν για πάντα, ναι, να φρικάρω. Τώρα, γιατί να μη το διασκεδάσω;
- Αχ, τι ωραία! 24 ώρες γουρούνι το παιδί μας, να ησυχάσουμε! Να διασκεδάσουμε! Πας καλά; Ξέρεις πως ο γιος σου, αν δεν απαντήσει σωστά και δεν περάσει το τεστ, θα μείνει για πάντα γουρούνι;
Η Ηρώ το καγκουρό σταμάτησε να χοροπηδα και είπε, «Γιατί, μόνο ο Μάριος; Για μας, δεν ανησυχείς;»
«Όχι, αγάπες μου, ένα παράδειγμα έφερα», είπε η μαμά
«Αχ, πές το έτσι καλέ μαμά, γιατί, ναι, έχεις δίκιο, ο Μάριος είναι πάντα παράδειγμα για όλους! Παράδειγμα προς αποφυγήν!», είπε το σκατό
«Σκάσε, βλαμμένο!», είπα εγώ και της έδωσα άλλη μία με την ουρά μου
«Καλέ, τι κακό είναι αυτό! Αντί να μονοιάσετε τώρα μπροστά στο κακό που μας βρήκε, εσείς κάθεστε ακόμα και μαλώνετε;» φώναξε η μαμά
«Έλα μωρέ, πλάκα κάνουν. Παιδιά είναι», είπε ο μπαμπάς
«Δεν είναι παιδιά, ζώα είναι!», είπε η Αγγελική
«Ναι, ζώα είμαστε, αλλά μόνο για μια μέρα και γι αυτό και πρέπει να το εκμεταλλευτούμε!» πετάχτηκε η Ηρώ και συνέχισε. «Για πού λες να διακτινιστούμε μπαμπά;»
«Δεν θα διακτινιστείτε πουθενά! Θα μείνετε εδώ να διαβάσετε!», είπε η μαμά
«Μα είναι ευκαιρία να ζήσω για λίγες έστω ώρες τη ζωή ενός γουρουνιού!», είπα εγώ
«Ναι, τι να σου πω, τρομερή ευκαιρία και εμπειρία. Να κυλιέσαι στις λάσπες, να τρως σκουπίδια και να γρυλίζεις», είπε η Αγγελική
«Εμένα, έτσι μ`αρέσει! Αφού είμαι γουρούνι! Έχεις πρόβλημα;»
Μετά γύρισα προς το μπαμπά και τη μαμά και είπα αποφασιστικά: «Εγώ θα πάω σε μια οργανωμένη φάρμα»
«Μπράβο! Εκεί να πας, να σε βρούμε μετά από κάνα χρόνο, κομμένο και πακεταρισμένο στο σούπερ μάρκετ» πετάχτηκε πάλι το νιάνιαρο
«Σταματήστε!!!»,ούρλιαξε φρικαρισμένη η μαμά
«Αν πάει σε φαρμα ο Μάριος, θελω κι εγώ να πάω στην Αυστραλία. Που θα ξαναβρώ μια τέτοια ευκαιρία;» είπε η Ηρώ, το καγκουρό
«Κι εγώ, αν πάει στη φάρμα ο Μάριος και η Ηρώ στην Αυστραλία, θα φύγω και θα πάω σε μια χωματερή», είπε η μύγα, η Μελίνα
«Δεν είναι δίκαιο! Αν ο Μάριος πάει σε φάρμα, η Ηρώ στην Αυστραλία και η Μελίνα σε χωματερή, εγώ να μείνω εδώ; Όχι, αυτό είναι άδικο!» φώναξε η Αγγελική
«Εσύ δεν έγινες ζώο για να πας κάπου», της είπε η Ηρώ
«Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ζώο για να πάει κάπου» απάντησε θρασύτατα αυτή
«Έλα, φτάνει! Εγώ προτείνω να καθίσετε να διαβάσετε πρώτα για το τεστ και αύριο θα δούμε που μπορείτες να πάτε», είπε ο μπαμπάς
«Εγώ προτείνω να καθίσετε να διαβάσετε και αύριο δεν θα πάτε πουθενά!» είπε η μαμά
Έγινε πάλι ενας μικρός καβγάς και τελικά η απόφαση βγήκε δημοκρατικά. Θα κάναμε όλοι αυτό που είπε η μαμά. Δεν θα έφευγε κανείς από το σπίτι και θα ετοιμαζόμασταν για το τεστ
Διαβάσαμε περίπου δύο ώρες. Η Μελίνα με το μπαμπά, η Ηρώ με τη μαμά κι εγώ μόνος μου, απλά ερχόταν κάθε λίγο ο μπαμπάς και μου γύριζε τη σελίδα. Σιγά σιγά όμως αυτοεκπαιδεύτηκα κι έμαθα κι εγώ να γυρίζω τις σελίδες μόνος μου, με την ουρά μου. Βέβαια τη περισσότερη ώρα εγώ δεν διάβαζα, αλλά σκεφτόμουν σε ποιο μέρος θα μπορούσα να διακτινιστώ και πόσο άδικο είναι δηλαδή, να είσαι γουρούνι, έστω και για μία μόνο μέρα, γεννημένο να ζει στη φύση, μέσα σε λάσπες και χώματα και να σ`έχουν φυλακισμένο σε ένα καθαρό σπίτι που μοσχοβολάει λεμόνι και ντετόλ. Φρίκη! Έλεος κάπου, δηλαδή!
Μετά το διάβασμα, ασχοληθήκαμε οικογενειακώς με τα τάμπλετ και τα κινητά μας. Στο ‘ίντερνετ γινόταν χαμός. Οι μαμάδες και οι μπαμπάδες ανεβάζανε στο φέισμπουκ και στο ίνσταγκραμ φωτογραφίες με τα αξιολάτρευτα ζωάκια που μόλις είχαν αποκτήσει και πέφτανε τα λάικ και τα σχόλια βροχή, ενώ στο τικ τοκ τα αξιολάτρευτα ζωάκια είχαν πλακωθεί στα βιντεάκια. Εμένα πιο πολύ μου άρεσε το βίντεο ενός κοριτσιού, της Λουίζας, που είχε γίνει καμήλα και τραγουδούσε και χόρευε το «είμαι μια καμήλα είμαι μια καμήλα που μασάει φύλλα που μασάει φύλλα». Θα είχε πλάκα, σκέφτηκα, να έκανα κι εγώ ένα βιντεάκι που θα χόρευα και θα τραγουδούσα «είμαι γουρουνάκι είμαι γουρουνάκι και χορεύω τσιφτετέλι και συρτάκι». Θα γινόταν σίγουρα βάιραλ, αλλά ο μπαμπάς και η μαμά δεν μας αφήνουν να κάνουμε τικ τοκ, μόνο να βλέπουμε. Βγήκαμε όμως όλοι μαζί μία σέλφι «εσύ Μελίνα κάτσε πάνω στη φαλάκρα του μπαμπά για να φαίνεσαι» είπε η μαμά και κλικ πάτησε το κινητό και γίναμε μια ωραία οικογενειακή φωτογραφία στο φέισμπουκ της μαμάς και στο τουίτερ του μπαμπά
Εν τω μεταξύ, στη τηλεόραση, αν πίστευε κανείς αυτά που έλεγαν τα κανάλια, είχαμε μεταμορφωθεί όλοι σε όλη την πολυκατοικία σε ζώα, οι μισοί είχαν φάει τους άλλους μισούς και η πολυκατοικία είχε βγάλει τρίχες και ουρά και ετοιμαζόταν να ξεριζωθεί από τα θεμέλια για να γίνει Γκοντζίλα και να κατασπαράξει όλη τη πόλη
Κατά τις 9 το βράδυ καθίσαμε να φάμε. Μετά από αναζήτηση που είχε κάνει η μαμά στο γκουγκλ, μπόρεσε και ετοίμασε ένα ξεχωριστό δείπνο για τον καθένα μας. Για μένα έκανε βραστές πατάτες με βραστό καλαμπόκι και βραστά καρότα, για την Ηρώ ένα πιάτο με ωμά μανιτάρια και μια σαλάτα μαρούλι και για τη Μελίνα ένα σάπιο μήλο. Της Μελίνας δεν της άρεσε όμως πολύ το σάπιο μήλο, δεν ήταν δηλαδή πολύ πολύ πολύ σάπιο, και έτσι τρύπωσε σε μια σακούλα με σκουπίδια και συνέχισε εκεί το δείπνο της.
Όταν νύχτωσε για τα καλά, ο μπαμπάς μας πήγε μια βόλτα, εμένα και την Ηρώ, μέχρι το πάρκο, για να κατουρήσουμε και ύστερα, αφού γυρίσαμε πίσω, πέσαμε όλοι για ύπνο. Ο μπαμπάς, η μαμά και η Άντζι στα κρεβάτια τους, η Μελίνα πάνω σ`ενα κουρτινόξυλο και εγώ με την Ηρώ κάτω στο χαλί
Με το που έκλεισα τα μάτια, με πήρε αμέσως ο ύπνος, γιατί όπως καταλαβαίνετε,το σοκ και η κούραση εκείνης της ημέρας με είχαν εξαντλήσει και σωματικά και ψυχικά. Κάποια στιγμή, όταν άρχισα να ονειρεύομαι, είδα πως βρισκόμουνα σε ένα κρεοπωλείο και ήμουνα χασάπης και κυνηγούσα λέει τον εαυτό μου που ήτανε γουρούνι να το πιάσω και να το σφάξω και το γουρούνι, δηλαδή εγώ, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δρόμο και ο χασάπης, δηλαδή πάλι εγώ, άφησε το μαγαζί και βγήκε στο δρόμο και συνέχισε να με κυνηγάει και ήταν νύχτα και όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά και καθώς έτρεχα να σωθώ από τον χασάπη εαυτό μου, είδα σε μια γωνιά του δρόμου την Ηρώ το καγκουρό να με περιμένει με μια σκυτάλη, «έλα, πάρτην» μου είπε κι εγώ την πήρα και έγινα καγκουρό και έδωσα ενα δυνατό σάλτο και βρέθηκα σε μια ταράτσα κι από πίσω το ίδιο ακριβώς έκανε κι ο ανθρώπινος εαυτός μου. Και τότε άρχισα να κάνω παρκούρ, το ίδιο και ο εαυτός μου και κυνηγιόμασταν με παρκούρ από ταράτσα σε ταράτσα σε όλη την Αθήνα, μέχρι που σε ένα άλμα, η πολυκατοικία στην οποία έπρεπε να πατήσω, κουνήθηκε και άλλαξε θέση κι εγώ άρχισα να πέφτω, να πέφτω, να πέφτω στο κενό και λίγο πριν πέσω και γίνω αυτοκόλλητο πάνω στο τσιμέντο, ξύπνησα!!! Άκουσα τη μαμά που φώναζε να σηκωθούμε. «Άντε, γρήγορα, ξυπνήστε, πήγε 8 η ώρα!», που σήμαινε ότι η ώρα ήταν 7.30 γιατί η μαμά επίτηδες κάθε πρωί πήγαινε μισή ώρα μπροστά. «Ελάτε να φάμε πρωινό και μετά να καθίσουμε να διαβάσουμε» Ούφ, ούτε σαν γουρούνι πια δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από το καταραμένο διάβασμα, είπα από μέσα μου, και σηκώθηκα και στηρίχτηκα στα τέσσερα γουρονοποδαράκια μου και κούνησα ανόρεχτα την ουρά μου.
Για πρωινό έφαγα δυο μήλα και τρία αχλάδια, η Ηρώ έφαγε σπόρους τσία και ωμά χόρτα και η Μελίνα ήπιε λίγο γάλα από το μπολ της Αγγελικής
«Μαμά, μπλιαχ, μια μύγα στο γάλα μου!», είπε η Αγγελική
«Δεν είναι μύγα, η Μελίνα η αδελφή σου είναι παιδί μου. Σιχαίνεσαι την αδελφή σου;», είπε η μαμά
«Ναι, σιχαίνομαι την αδελφή μου! Μπορώ;»
Η μαμά μου την αγριοκοίταξε, έτσι όπως μόνο η μαμά ξέρει να αγριοκοιτάζει και μετά της ετοίμασε μια άλλη κούπα με γάλα και ύστερα έκανε καφέ για αυτήν και για το μπαμπά
Μετά το πρωινό, εγώ έκανα ακόμη μια προσπάθεια να πείσω τη μαμά να με αφήσει να πάω, έστω σε μια κοντινή φάρμα, έστω για 5 λεπτά, αλλά αυτή, τίποτα! Όμως εγώ είχα πάρει την απόφασή μου. Δεν θα άφηνα αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Μια φορά γίνεται κανείς στη ζωή του γουρούνι.
Περίμενα λοιπόν την κατάλληλη στιγμή και έτσι την ώρα που η μαμά μου μιλούσε στο τηλέφωνο με μία φίλη της για το Μπάτσελορ και ο μπαμπάς μου έπαιζε πλέι στέισον- είναι φοβερό πόσο εύκολα οι μεγάλοι συνηθίζουν και τις πιο τραγικές καταστάσεις - έπιασα την Αγγελική και την παρακάλεσα να πάρει το κινητό της μαμάς και να στείλει κρυφά μήνυμα για να με διακτινίσει. Περιττό να σας πω ότι η μικρή είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει από τα δυο της χρόνια. Με άκουσε χαμογελώντας πονηρά και μου είπε «Ναι, με μεγάλη μου χαρά να σε ξαποστείλω, απαίσιο, χοντρό, πλαδαρό γουρούνι, αλλά μόνο, εάν το δικό σου τάμπλετ, γίνει το δικό μου τάμπλετ!», κι εγώ συμφώνησα, ας μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, και πήγε και πήρε κρυφά το κινητό της μαμάς και μου είπε «Έλα, πες τι γραφω, που να σε διαολοστείλω;»
- Κάπου που νά`χει χώματα, νερά και λάσπες. Σ`ένα απόμερο, ήσυχο, βάλτο, να κυλιστώ για κάνα τρίωρο με την ησυχία μου. Δεν πιστεύω να κάνεις καμιά πλάκα και να με γυρίσεις πίσω μετά το τεστ. Στις δύο το μεσημέρι, πρέπει να είμαι εδώ.
- Και ποιον θα έχω μετά εγώ να σπάζω πλάκα ρε συ, αφού ξέρεις, είσαι το αγαπημένο μου κάθαρμα
- Αχ, πολύ με συγκίνησες! Έλα, τέλειωνε όμως! Στείλε το μήνυμα, γρήγορα, δεν αντέχω άλλο! Το σώμα μου ζητάει λίγη βρομιά. Θέλω να κυλιστώ στο χώμα, στη λάσπη, να νιώσω σαν αληθινό γουρούνι!
- Τρεις ώρες θα σου γράψω, γιατί στις μία πρέπει να είσαι εδώ, να προλάβεις να φάμε.Έχουμε χοιρινές μπριζόλες
- Να τις φάτε μόνοι σας! Εγώ θα τσιμπήσω κάτι στο δρόμο!
- Δρόμο! Έφυγες! Γιάννης - γουρούνι – βαλτότοπος – 180 - Βλι Βλιβλό Βλιβλοβλιβλαβλούβλα
Και τσουπ, στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, βρέθηκα μόνος, δίπλα σε ένα βάλτο γεμάτο λασπόνερα. Αχ, τέλεια! Τι ωραία που είναι η ζωή στη φύση, σκέφτηκα. Κι εκεί που ετοιμαζόμουνα να βουτήξω για να απολαύσω μόνος μου ένα υπέροχο, χαλαρωτικό λασπόλουτρο, άκουσα φασαρία και είδα ένα κοπάδι να κατηφορίζει. Ήταν μια μεγάλη παρέα με αγριογούρουνα.
«Δεν θα βουτήξει κανείς πρώτα, αν δεν του πω εγώ» είπε μια γυναικεία γουρουνίσια φωνή και – γιούπi! - κατάλαβα ότι μπορούσα να συνεννοηθώ και στη γλώσσα των γουρουνιών! Μερικά αγριογούρουνα ήλθαν κοντά μου και με κοιτούσαν παράξενα. Προφανώς δεν είχαν ξαναδεί ροζ γουρούνι, μα κι εγώ, πρέπει να το παραδεχτώ, ήμουνα πολύ ροζ. «Μαμά, μαμά, κοίτα! Ένα ροζ γουρούνι!». Μερικά γέλασαν και δυο τρια άρχισαν να με κοροϊδεύουν «Ρε, πως είσαι έτσι, χα χα χα χα». Ένα άλλο γουρούνι όμως τους έδωσε μια κλοτσιά και τους είπε «Γιατί είστε ρατσιστές, βρε κοπρίτες; Γουρούνι είναι σαν κι εμάς, απλά έχει άλλο χρώμα!» Μετά γύρισε προς εμένα και μου είπε «Γεια σου φίλε, πως σε λένε;» Έπαθα ένα μικρό κοκομπλόκο εκείνη τη στιγμή, γιατί δεν ήξερα τι ονόματα έχουν τα γουρούνια – τι βλάκας που ήμουν, έπρεπε να διαβάσω λίγα πράγματα στη Γουικιπίντια για τα γουρούνια πριν να έλθω εδώ, αλλά, μια ζωή αδιάβαστος - τι κακό είναι αυτό πια με μένα! - τέλος πάντων, ευτυχώς που αμέσως μετά το μυαλό μου έφερε χίλιες στροφές και θυμήθηκα τον Ρούνι Ρούνι, το ύπουλο, κακό γουρούνι από ένα ένα παραμύθι του Τριβιζά και είπα «Ρούνι, με λένε» «Γεια σου, Ρούνι. Χαίρω πολύ, εμένα με λένε Τζο» είπε το αγριογούρουνο και μου σύστησε μετά και την παρέα του, τον Γιόχαν, τον Πίτερ και τον Φρανς. Μετά τις συστάσεις και την πρώτη γνωριμία βουτήξαμε όλοι μαζί στη λάσπη και περάσαμε υπέροχα. Η αίσθηση της λάσπης πάνω στο σώμα σου είναι μια μοναδική εμπειρία και δεν πρόκειται να τη ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Αν ποτέ γίνετε γουρούνια, σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Σκέτη ευτυχία! Δεν χορταίναμε να κολυμπάμε, να πιτσιλιζόμαστε, να πετάμε νερά και λάσπη ο ένας στον άλλο, να κάνουμε μακροβούτια, να γελάμε και να παίζουμε. Μετά από λίγη ώρα μία γουρούνα μαμά φώναξε «Ελάτε παιδιά, βγείτε, πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγουμε». «Λίγο ακόμα, μαμά» φώναξε ο Φρανς. «Ναι, λίγο ακόμη μαμά Νταίζη, φώναξε ο Γιόχαν, «Αχ, ναι, λίγο ακόμα, κυρία Νταίζη» φώναξα κι εγώ. Και συνεχίσαμε το κολύμπι για κάνα τέταρτο ακόμα. Πραγματικά δεν σου έκανε καρδιά να βγεις με τίποτα μέσα από τη λάσπη. Τόσο ωραία ήταν. Μετά ήλθε μια άλλη μαμά, πιο αυστηρή, και φώναξε «Ελάτε, τέρμα τώρα, φθάνει!! Βγείτε γρήγορα και πάτε να σκουπιστείτε, γιατί θ`αργήσουμε!». Αυτό δεν μου άρεσε πολύ, πάει χάλασαν και τα γουρούνια, σκέφτηκα - άκου να σκουπιστούμε! - αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι τα γουρούνια, τα αγριογούρουνα δηλαδή, σκουπίζουν μετά τη λάσπη τους με το να τρίβονται πάνω στους κορμούς των δέντρων, μέχρι να φύγει όλη από πάνω τους. Αχ, πολύ μου άρεσε κι αυτό! Ήταν τέλειο! Ήταν σαν να καθαριζόσουνα και να έκανες ταυτόχρονα μασάζ. Ένιωθες το δέρμα σου μετά, ακόμη πιο αναζωογονημένο! Θα μπορούσα να πω πως ήταν κάτι σαν μια ολόσωμη μάσκα ομορφιάς, σαν αυτές που κάνει στο πρόσωπό της η μαμά και την κοροϊδεύει ο μπαμπάς.Ύστερα, αφού γεμίσαμε με λάσπη όλα τα δέντρα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, αν και δεν ήξερα που ακριβώς επιστρέφαμε. Καθώς περπατούσαμε, ρώτησα το Τζο, γιατί έβλεπα μόνο μαμάδες και μου είπε ότι όλα τα κοπάδια των αγριογούρουνων αποτελούνται μόνο από μαμάδες και παιδάκια. Οι μπαμπάδες, τα αρσενικά αγριογούρουνα δηλαδή, είναι μοναχικοί τύποι, μου είπε, δεν αγαπούν τις παρέες και την οικογενειακή ζωή, ζούνε μακριά, μόνοι τους, κι έρχονται μόνο μια δυο φορές το χρόνο και τους βλέπουν. Άρα είναι λίγο μαμόθρεφτα τα αγριογούρουνα αφού μεγαλώνουν μόνο με τη μαμά τους, σκέφτηκα εγώ, αλλά δεν είπα τίποτα, δεν ήθελα να αρχίσουμε τις παρεξηγήσεις, καλά καλά ακόμα δεν είχαμε γίνει φίλοι
«Σε λίγο εμείς θα κάνουμε μια ωραία εκδρομή στα πεδινά, για να πάμε να φάμε καλαμπόκι σε ένα χωράφι», είπε ο Τζο, «Σου αρέσει το καλαμπόκι, θέλεις να έλθεις μαζί μας, Ρούνι;»
Πετάχτηκε ο Φρανς.«Ασ`τον ρε συ, αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα για ένα γουρούνι σαν τον Ρούνι. Αφού είναι γουρούνι φάρμας, δεν τον βλέπεις που φοβάται;
«Όχι, δεν φοβάμαι», είπα εγώ που προσβλήθηκα «θα έλθω!»
«Σκέψου το φίλε, γιατί είναι λίγο επικίνδυνο» είπε ο Γιόχαν, «οι άνθρωποι θεωρούν αυτό που κάνουμε επιδρομή και καταστροφή σοδειάς και θυμώνουν. Αν μας πάρει χαμπάρι κανένας, θα μας πάρει στο κυνηγητό με την καραμπίνα. Πρέπει να τρέχεις πολύ. Μπορείς να τρέχεις γρήγορα;..γιατί σε κόβω λίγο φλώρο»
«Σκάσε ρε βλάκα!» είπε ο Τζο και του ξανάδωσε μια κλοτσιά. «Όταν σε κυνηγάει μια καραμπίνα, ακόμη και μια χελώνα μπορεί να τρέξει σαν λαγός, προκειμένου να γλιτώσει»
Αυτό που είπε ο Τζο δεν μου άρεσε και πολύ, γιατί, τι υπονοούσε δηλαδή, ότι εγώ τρέχω σαν χελώνα; είπα από μέσα μου, αλλά δεν μίλησα, για να μην αρχίσουμε τις παρεξηγήσεις, καλά καλά ακόμα δεν είχσαμε γίνει φίλοι.
«Εγώ πάντως στη θέση σου» είπε ο Πίτερ «θα γύριζα πίσω στην ασφάλεια της φάρμας μου και στο έτοιμο φαγητό. Αλήθεια, τι σας ταίζουν;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο, βιομηχανοποιημένες τροφές τίγκα στη γλουτένη και γεμάτες συντηρητικά» απάντησα εγώ και εντυπωσιάστηκαν, γιατί μάλλον δεν κατάλαβαν κιόλα τι τους είπα. «Πω, ρε φίλε, σε ζηλεύω!» είπε ένας
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της κυρίας Νταίζης.
«Ελάτε παιδιά να οργανωθούμε, να μη χάνουμε χρόνο. Μπείτε όλοι στη σειρά για να ξεκινήσουμε την επιχείρηση «Καταιγίδα - γιούρια στα παλιούρια» . Ο ένας πίσω από τον άλλο, όπως σας έχω βάλει. Ο νέος μας φίλος θα μπει πίσω από τον Φρανς και από πίσω του ο Τζο που είναι πιο δυνατός, να τον προσέχει. Είσαι σίγουρος, μικρέ, πως θέλεις να λάβεις μέρος;». «Ναι, ναι, κυρία Νταίζη» είπα εγώ
Μπήκαμε στη σειρά και μόλις η κυρία Νταίζη έδωσε το σύνθημα ,αρχίσαμε να τρέχουμε σαν δαιμονισμένα, φθάσαμε κάτω στο χωριό, μπήκαμε στο χωράφι και το ρημάξαμε!! Θεέ μου, ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο νόστιμο ήταν το ωμό καλαμπόκι. Από τη γη κατευθείαν ολόφρεσκο μέσα στο στόμα σου. Ποίημα! «Σύρμα! Έρχεται το αφεντικό» φώναξε ένα γουρούνι ξαφνικά και αμέσως ακούστηκε ενα μπαμ, σίγουρα ήταν η καραμπίνα του αφεντικού, και αρχίσαμε να τρέχουμε όλοι σαν τρελοί για να γλιτώσουμε..Εγώ έτρεχα και έκλαιγα γιατί κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να παρακούσω τη μαμά μου. Αχ, όχι, δεν ήθελα να πεθάνω σαν γουρούνι, μόνο του σαν τη καλαμιά μέσα στον κάμπο..Μέσα στον πανικό, καθώς τρέχαμε να σωθούμε, πέσαμε πάνω σ`ενα κοπάδι πρόβατα που έτρεχε κι αυτό να σωθεί από έναν λύκο που τα κυνηγούσε. Μπερδευτήκαμε, περδικλωθήκαμε, ποδοπατηθήκαμε, έγινε ο κακός χαμός, ευτυχώς ο κυνηγός ήταν λίγο ζαβός και έριχνε αλλού αντ` αλλού, διαφορετικά θα θρηνούσαμε πολλά θύματα, και ανάμεσά τους μπορεί δυστυχώς νά`μουν κι εγώ. Ξαφνικά μέσα στο χαμό άκουσα μια κοριτσίστικη φωνή που φώναξε «Μανούλα μου, βοήθεια, θα με φάει ο λύκος!» Αχ θεέ μου, θα τρελαθώ, τι δουλειά έχει εδώ τώρα η Κοκκινοσκουφίτσα, σκέφτηκα, και στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο είδα μεσα στην αναμπουμπούλα ένα πρόβατο που είχε πέσει κάτω και τον λύκο που το πλησίαζε πεινασμένος, σε απόσταση αναπνοής..«Βοήθεια!!!!!!!!» ξαναφώναξε το πρόβατο και κατάλαβα αμέσως ότι ήταν κορίτσι μεταμορφωμένο, όπως εγώ. Δεν ξέρω, πως έγινε, τι μ`έπιασε εκείνη τη στιγμή, αλλά ένιωσα τόσο δυνατός και τόσο σούπερμαν, που χωρίς να σκεφτώ τίποτα, έστριψα, πήρα φόρα και άρχισα να τρέχω προς το λύκο για να του επιτεθώ, ουρλιάζοντας, «ΑΕΡΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!» τόσο δυνατά, που πρέπει να με άκουσε όλος ο κάμπος. Ο λύκος βλέποντας για πρώτη φορά στη ζωή του ένα γουρούνι, όχι μόνο να τρέχει κατά πάνω του για να του επιτεθεί, αλλά να ουρλιάζει κι από πάνω με ανθρώπινη φωνή , έπαθε τόσο δυνατό σοκ και τρόμαξε τόσο πολύ, που πάτησε φρένο και κοκκάλωσε. Στάθηκα απέναντί του με μάτια που έβγαζαν φωτιές, συνεχίζοντας να ουρλιάζω και αυτός εκεί, παγωτό, με κοιτούσε σαν χαζός, μπορεί να μ`έβλεπε και σαν αξιοθέατο, τι να πώ...Εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ από το πρωτοφανές αυτό γεγονός και τα πρόβατα, που σταμάτησαν να τρέχουν κι αυτά και τον κοιτούσαν, σαν να του λέγαν, «Τι θα γίνει, φίλε, θα συνεχίσεις να μας κυνηγάς ή τζάμπα τρέχουμε πανικόβλητοι τόση ώρα;» Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο λύκος συνήλθε, ξαναθυμήθηκε το ρόλο του και συνέχισε να κυνηγά τα άλλα πρόβατα, αφήνοντας πίσω εμένα και το κορίτσι - πρόβατο, που σίγουρα δεν μπορούσε να πιστέψει στη φοβερή του τύχη
«Σ`ευχαριστώ που μ`έσωσες! Παρόλο που είσαι γουρούνι, φέρθηκες σαν λιοντάρι!!» είπε το κορίτσι - πρόβατο κι εγώ από ροζ έγινα κατακόκκινος «Θύμα του Μποκς και συ, ε; Από ποιο σχολείο είσαι;» « Από το εβδομηκοστό», είπα εγώ, «Εσύ;» «Εγώ είμαι από....»και πριν προλάβει να πει το σχολείο, εξαφανίστηκε!! Θεέ μου, τελείωσε ο χρόνος της και διακτινίστηκε πίσω στο σπίτι της και δεν πρόλαβα να ρωτήσω ούτε το όνομά της. Εκείνη τη στιγμή άκουσα πάλι θόρυβο, φασαρία, ένα ποδοβολητό, γυρίζω και βλέπω τους φίλους μου τα αγριογούρουνα. Είχαν πάρει στο κυνήγι τον κυνηγό που έτρεχε χωρίς την καραμπίνα του και φώναζε «Βοήθεια χωριανοί, βοήθεια χωριανοί!» και ένιωσα περήφανος που η ηρωική μου αντίσταση απέναντι στον κακό λύκο, έγινε φάρος έμπνευσης για τους φίλους μου τα αγριογούρουνα και τους έδωσε θάρρος και δύναμη να αντιμετωπίσουν και να καταδιώξουν τον εχθρό. «Έρχομαι κι εγώ παιδιά να τον κυνηγήσουμε τον αλήτη, που τόλμησε να διακόψει το φαί μας» είπα εγώ και άρχισα να τρέχω μαζί τους. Καθώς τρέχαμε, βρέθηκε δίπλα μου κάποια στιγμή ο Γιόχαν και μου είπε, «Μπράβο μεγάλε, σε παραδέχτηκα!. Μας έβαλες όλους γυαλιά σήμερα και έγινες ο ήρωάς μας», και αυτό ήταν η μεγαλύτερη χαρά και επιβράβευση για μένα. Ήθελα να του πω, σιγά το πράμα, όταν κάποιος θέλει κάτι τόσο πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρει, αλλά δεν το είπα, γιατί θα καταλάβαινε ότι είμαι άνθρωπος, γιατί θα σκεφτόταν, από που κι ως που ένα γουρούνι διαβάζει Κοέλιο. Κι εκεί που έτρεχα με τους φίλους μου και τ`αλλα γυναικόπαιδα του κοπαδιού, σκοντάφτω σε μια πέτρα και με το που σηκώνομαι, βλέπω τη μαμά να με κοιτάει αγριεμένη, πετώντας από τα μάτια της φωτιές! Θεέ μου, είχε τελειώσει ο χρόνος μου και ειχα διακτινιστεί πίσω στο σπίτι. Ποιος ακούει τώρα τη μαμά! Eκείνη τη στιγμή τη φοβήθηκα περισσότερο απ`ότι είχα φοβηθεί πριν τον κυνηγό με την καραμπίνα. «Θα σε σκοτώσω!!! Που ήσουνα βρε αχαίρευτε;;!! Μας κοψοχόλιασες!!». Στη μαμά όμως δεν χωράνε ηρωισμοί. Άρχισα να τρέχω μέσα στο σπίτι για να γλιτώσω από τις παντόφλες που μου πέταγε. «Δως του μαμά, γουρούνι είναι, δεν καταλαβαίνει τίποτα», φώναξε η Αγγελική. Η μαμά μ`έπιασε από την ουρά και αφού πρώτα μού`δωσε ενα γερό χέρι ξύλο, αμέσως μετά με τρέλανε στις αγκαλιές και τα φιλιά και στο πόσο πολύ μ`αγαπά. Νομίζω πως πρέπει να είναι λίγο τρελή η μαμά μου. Όταν μεγαλώσω θα την πάω σ`ένα γιατρό
«Ελάτε, η ώρα είναι μία» είπε ο μπαμπάς, ελάτε να κάνουμε μια τελευταία επανάληψη
Τί επανάληψη! Εγώ τη μόνη επανάληψη που έκανα, που ήθελα να κάνω, ήταν να ακούω συνέχεια μέσα μου το κορίτσι- πρόβατο, να λέει, «Παρόλο που είσαι γουρούνι, φέρθηκες σαν λιοντάρι» «Παρόλο που είσαι γουρούνι, φέρθηκες σαν λιοντάρι» Αχ, τι ωραία που τό`λεγε! Πατούσα διαρκώς ριπλέι στο μυαλό μου και άκουγα συνέχεια την ίδια φωνή, τα ίδια λόγια, μέχρι που κατάλαβα ότι την είχα ερωτευτεί! Τώρα μ`είχε πιάσει ακόμη μεγαλύτερη επιθυμία να ξαναγίνω άνθρωπος. Φώναξα τη μαμά να μου ανοίξει όλα τα βιβλία πάνω στο χαλί και έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα.
Πόσο χρόνο έχω ακόμη μπαμπά;
25 λεπτά
25 λεπτά; Δεν πρέπει να χάσω ούτε δευτερόλεπτο! Και άρχισα. Κλάσματα, δεκαδικοί, τελικές προτάσεις, αντωνυμίες, μορφές ενέργειας, το διάταγμα των Μεδιολάνων, ώσπου κάποια στιγμή πάτησα φρένο και είπα---ωχ για κάτσε, ρε συ, και αν δεν είναι όπως τη φαντάζομαι, και αν είναι καμιά χοντρέλα με σπυράκια με γυαλιά και με δόντια στραβά;...ΟΚ, δεν πειράζει....ωραία, το πολύ πολύ, αν δεν μου αρέσει, θα πατήσω το οφ και θα την ξεερωτευθώ. Αφού την ερωτεύτηκες σαν πρόβατο ρε συ, είπε ο άλλος μου εαυτός, μόνο με τη φωνή της, χωρίς καν να τη δεις, είναι δυνατόν να μην την ερωτευτείς σαν κορίτσι; Στα γυαλομπούκαλα και στα στραβά δόντια θα κολλήσεις; Σωστά, ο έρωτας είναι τυφλός, οπότε συνέχισα ακάθεκτος με διαιρέσεις δεκαδικών, με τον οριζόντιο διαμελισμό της Ελλάδας, τα ηλεκτρικά φορτία, τον ευθύ και πλάγιο λόγο, τους Ούννους, τους Βάνδαλους, τους Γότθους και τους Βησιγότθους
Όταν ήλθε η ώρα του τεστ είχα μεγάλη αγωνία. Άρα και τα γουρούνια νιώθουν άγχος και αγωνία σκέφτηκα ή μήπως ένιωθα έτσι επειδή ήμουν παιδί –γουρούνι και όχι σκέτο γουρούνι ή μήπως επειδή απλά είμαι αγχώδης τύπος, ανεξάρτητα από το αν είμαι παιδί ή γουρούνι, δεν ξέρω, δεν απαντώ, έχω μπερδευτεί. Ο μπαμπάς ήταν δίπλα μου και με εμψύχωνε – μπορεί όμως από πολύ πολύ μέσα του να παρακαλούσε να μείνω γουρούνι άλλες 24 μέρες για να πάρει κι άλλη άδεια ειδικού σκοπού, ώστε να με προσέχει και να παίζει πλέι στέισον
Λίγο πριν τις δύο, ακούστηκε πάλι η σειρήνα και ήλθε μήνυμα από τον ΜΠΟΚΣ
Message from MPOCS (Magic Pirate Of Computer Science) Μήνυμα από τον ΜΠΟΚΣ, τον Μάγο Πειρατή της Πληροφορικής
Σε λίγο ξεκινούν οι εξετάσεις για την επαναπόκτηση του ανθρώπινου σώματος. Ο εκπαιδευτικός θα κάνει αντμίτ με αλφαβητική σειρά τα παιδιά που θα περιμένουν στο λόμπι. Κάθε παιδί θα έχει στη διάθεσή του 100 δευτερόλεπτα για να απαντήσει σε 10 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Η κάθε ερώτηση θα παραμένει αναμμένη στην οθόνη για 10 δευτερόλεπτα και μέσα σε αυτό το χρόνο ο μαθητής καλείται να επιλέξει μία από τις τρεις απαντήσεις, α,β, γ.
Προσοχή. Πρέπει να απαντήσεις σωστά και στις 10 ερωτήσεις για να πάρεις άριστα 10 και να ξαναγίνεις άνθρωπος. Αν πάρεις 9 ή 8 γίνεσαι πάλι άνθρωπος, αλλά με ουρά ζώου. Αν πάρεις 7 ή 6, εκτός από ουρά, θα έχεις και αυτιά ζώου. Με βαθμό 5 ή 4, θα γίνεις άνθρωπος αλλά με κεφάλι ζώου. Με βαθμό 3, 2 θα γίνεις άνθρωπος μόνο από τη μέση και πάνω και με βαθμό 1 ή 0, παραμένεις όπως είσαι. Ζώον!
Σημείωση. Αν είσαι δάσκαλος –α, θα ξαναγίνεις πάλι άνθρωπος, εάν το ποσοστό επιτυχίας της τάξης σου ξεπεράσει το 80 τοις εκατό.
Προσοχή. Το σύστημα ανίχνευσης μπορεί να εντοπίσει οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία στο χώρο σε ακτίνα 5 μέτρων και οποιαδήποτε προσπάθεια τρίτων προσώπων να βοηθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Οι παραβάτες θα τιμωρηθούν με απώλεια της ανθρώπινής τους φωνής και αντικατάστασής της με φωνή γαιδάρου
Καλή επιτυχία!
Πάντως την πιο μεγάλη αγωνία θα την έχουν οι δάσκαλοι σκέφτηκα. Αλήθεια, πόσοι πρέπει να απαντήσουνε σωστά για να μη παραμείνει ο κυριός μας πιγκουίνος;
Το 80 τοις εκατό του 20 είναι 16, είπε η Αγγελική, που διάβασε πάλι τη σκέψη μου
Δεν σε ρωτήσαμε, της είπα
Απλά να βοηθήσω ήθελα, μου είπε ειρωνικά Την αγνόησα και κυλίστηκα στο χαλί ανέμελα για λίγα δευτερόλεπτα και μετά ξάπλωσα ανάσκελα και χαλάρωσα λίγο για να είμαι έτοιμος για τις εξετάσεις. Πάντως θά`χε πολλή πλάκα σκέφτηκα μετά, σε περίπτωση που ξέρω όλες τις απαντήσεις, να κάνω λάθος επίτηδες σε μία, για να μείνω 24 μέρες με ουρά. Θα είναι πολύ κουλ
«Σίγουρα θα είναι πολύ κουλό. Υπέροχη ιδέα, τι να σου πω...θα ενθουσιαστεί η αγαπημένη σου μόλις σε αντικρίσει με γουρουνίσια ουρά» είπε πάλι το διαβολοζούζουνο
«Ποια είναι αυτή η αγαπημένη, για ποια ουρά μιλάς; είπε η μαμά
Τίποτα μωρέ, κάτι δικά μου λέω, είπε η Αγγελική
Άρχισα να φοβάμαι. Δηλαδή αυτό το σκατό, όποτε ήθελε, μπορούσε να διαβάζει τις σκέψεις μου; Σε πόση απόσταση άραγε; Άλλη φορά θα κλειδώνομαι στο δωμάτιό μου για να μη περνάνε οι σκέψεις μου από τους τοίχους. Α ναι, ξέχασα, δεν έχω δωμάτιο. Θα κλειδώνομαι στο μπάνιο.
Λίγο πριν μπω στο λόμπι, ο μπαμπάς και η μαμά μας φίλησαν (εκτός βέβαια από τη Μελίνα γιατί πως να φιλήσεις μια μύγα) μας ευχήθηκαν καλή επιτυχία και βγήκαν στο μπαλκόνι μαζί με την Αγγελική η οποία μού`δωσε πρώτα μια κλοτσιά και μου ευχήθηκε, καλή αποτυχία
Στις δύο ακριβώς μπήκαμε όλοι στο λόμπι του κυρίου Μπαμπούλα και στις δύο και είκοσι περίπου που ήλθε η δική μου σειρά, μπήκα, απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις και – γιούπι!! - έγινα ξανά ο γνωστός, ο αγαπημένος, ο ανεπανάληπτος Μάριος Γορίλας. Μετά από μένα μπήκε στο ρουμ της τηλεκπαίδευσης ο Βαγγέλης, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε γιατί απάντησε μόνο σε μία ερώτηση και έμεινε μοσχάρι. Μόνο άλλος ένας από την τάξη μας δεν τα κατάφερε, ο Πασχάλης που είχε γίνει τράγος, ο οποίος απάντησε σε τρεις ερωτήσεις κι έγινε μισός άνθρωπος μισός τράγος, σαν το θεό Πάνα. Ελπίζω να είναι πιο τυχεροί – και πιο διαβασμένοι – τη δεύτερη φορά
Ευτυχώς και η Μελίνα και η Ηρώ τα κατάφεραν και έτσι ξαναγίναμε πάλι μια συνηθισμένη, ανθρώπινη, πολύτεκνη, αγαπημένη και ψιλοβλαμμένη οικογένεια
Τώρα η μόνη μου έγνοια είναι να ψάξω να βρω το κορίτσι – πρόβατο. Ελπίζω και αυτή να ψάξει να βρει ποιος είναι και πως είναι ο γενναίος ήρωας που της έσωσε τη ζωή. Και είμαι σίγουρος πως μόλις με δει πως είμαι, θα ενθουσιαστεί.
Copyright © 2014. Ιπτάμενο Κάστρο. Designed by marimation.gr